επιδιατείνω

επιδιατείνω
ἐπιδιατείνω (Α)
1. τεντώνω ακόμη περισσότερο
2. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια-τείνω «τεντώνω υπερβολικά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”